Μετάβαση στο περιεχόμενο

cosmetic

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός cosmetic
συγκριτικός more cosmetic
υπερθετικός most cosmetic

cosmetic (en)

  1. διακοσμητικός, που βελτιώνει μόνο την εξωτερική εμφάνιση κάτι και όχι τον βασικό του χαρακτήρα
      Some of these reforms are just cosmetic.
    Μερικές απ' αυτές τις μεταρρυθμίσεις είναι απλά διακοσμητικές.
  2. αισθητικός, σχετίζεται με ιατρική θεραπεία που αποσκοπεί στη βελτίωση της αισθητικής ενός ατόμου
      cosmetic surgery - αισθητική εγχείρηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cosmetic cosmetics

cosmetic (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • cosmetic στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια