cotisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cotisation | cotisations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cotisation (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη cotiser
ενικός | πληθυντικός |
cotisation | cotisations |
cotisation (fr) θηλυκό