couardise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
couardise < couard

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
couardise couardises

couardise (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]