coulissier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- coulissier < coulisse
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coulissier | coulissiers |
coulissier (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
coulissier | coulissiers |
coulissier (fr) αρσενικό