Μετάβαση στο περιεχόμενο

couloir

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
couloir couloirs

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ku.lwaʁ/
ομόηχο: couloirs
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

couloir (fr)

  1. ο διάδρομος
  2. (αθλητισμός) κουλουάρ

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη couler

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]