counterpart

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

counterpart (en)

  1. ο ομόλογος
  2. το αντίστοιχο
  3. το αντίγραφο ενός νομικού εγγράφου