coupé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coupé (en)
- κουπέ, τύπος αυτοκινήτου συνήθως διθέσιο σπορ
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
coupé < couper
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coupé | coupés |
coupé (fr) αρσενικό
- το πίσω τμήμα άμαξας που τραβιόταν από άλογα
- κλειστό αυτοκίνητο με τέσσερις τροχούς και συνήθως δύο πόρτες
- (παρωχημένο) βήμα ενός χορού, όπου ο χορευτής στηρίζεται σε ένα πόδι και περνάει το άλλο μπροστά ή πίσω
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coupé | coupés |
θηλυκό | coupée | coupées |
coupé (fr)
- κομμένος, τετμημένος, αποκομμένος
- χωρισμένος, διαιρεμένος
- αναμεμειγμένος με κάποιο άλλο υγρό
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coupé (it)
- κουπέ , τύπος αυτοκινήτου συνήθως διθέσιο σπορ.