coupé
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]coupé (en)
- κουπέ, τύπος αυτοκινήτου συνήθως διθέσιο σπορ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]coupé < couper
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
coupé | coupés |
coupé (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coupé | coupés |
θηλυκό | coupée | coupées |
coupé (fr)
- κομμένος, τετμημένος, αποκομμένος
- χωρισμένος, διαιρεμένος, ξεκομμένος
- αναμεμειγμένος με κάποιο άλλο υγρό
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]coupé (it)
- κουπέ , τύπος αυτοκινήτου συνήθως διθέσιο σπορ.