coup d'envoi
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
coup d'envoi | coups d'envoi |
coup d'envoi (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
coup d'envoi | coups d'envoi |
coup d'envoi (fr) αρσενικό