coupage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coupage | coupages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coupage (fr) αρσενικό
- η ανάμιξη ενός λικέρ από ένα άλλο λιγότερο δυνατό
ενικός | πληθυντικός |
coupage | coupages |
coupage (fr) αρσενικό