coupling
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]coupling (en)
- ζεύξη, σύζευξη, συνταίριασμα, ταίριασμα, βρόχος συστημικής επικοινωνίας
- φτιάξιμο (σχέσης)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]coupling (en)