coupon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coupon (en)
- το κουπόνι
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- coupon < couper
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coupon | coupons |
coupon (fr) αρσενικό