courage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- courage < curage < cur, αρχαία παραλλαγή του cœur, καρδιά
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
courage (fr) αρσενικό