couramment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
couramment < → δείτε τις λέξεις courant και -amment

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ku.ʁa.mɑ̃/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

couramment (fr)

  1. γρήγορα, τέλεια, άνετα
    il parle l'anglais couramment - μιλάει τα αγγλικά τέλεια