courtesy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
courtesy | courtesies |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- courtesy < μέση αγγλική curteisie
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]courtesy (en)