courtisanerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- courtisanerie < courtisannerie < courtisan
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kuʁ.ti.zan.ʁi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
courtisanerie | courtisaneries |
courtisanerie (fr) θηλυκό
- η κολακεία
- η συμπεριφορά της εταίρας