cousinage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cousinage < cousin

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cousinage cousinages

cousinage (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) η συγγένεια μεταξύ ξαδερφιών
  2. (οικείο) το σύνολο των συγγενών