couture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
couture | coutures |
couture (fr) θηλυκό
- η ραπτική
- η ραφή
- η μοδιστρική
- το ράψιμο
- επιμήκης ουλή