coxa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- coxa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *koḱs-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coxa θηλυκό
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | coxa | coxae |
γενική | coxae | coxārum |
δοτική | coxae | coxīs |
αιτιατική | coxam | coxās |
κλητική | coxa | coxae |
αφαιρετική | coxā | coxīs |