crème
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- crème < παλαιά γαλλική cresme
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crème | crèmes |
crème (fr) αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crème | crèmes |
crème (fr) θηλυκό