crédit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: credit, crèdit

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crédit crédits

crédit (fr) αρσενικό

  1. η (οικονομία) πίστωση
  2. το δάνειο
  3. το κονδύλι
  4. η πίστη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]