créneau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
créneau | créneaus |
créneau (fr) αρσενικό
- η πολεμίστρα
- το κενό
ενικός | πληθυντικός |
créneau | créneaus |
créneau (fr) αρσενικό