créole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
créole créoles

créole (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κρεολός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
créole créoles

créole (fr) θηλυκό

  1. είδος σκουλαρικιού, μεγάλος δακτύλιος
    une paire de créoles en diamants

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
créole créoles

créole (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κρεολός

Συγγενικά[επεξεργασία]