créole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
créole | créoles |
créole (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
créole | créoles |
créole (fr) θηλυκό
- είδος σκουλαρικιού, μεγάλος δακτύλιος
- une paire de créoles en diamants
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
créole | créoles |
créole (fr) αρσενικό ή θηλυκό