créolisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
créolisation | créolisations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
créolisation (fr) θηλυκό
- (γλωσσολογία) η διαδικασία κατά την οποία μια γλώσσα πίτζιν μετατρέπεται σε κρεολή
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη créole