crépitation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
crépitation crépitations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crépitation (fr) θηλυκό

  1. το τρίξιμο
    la crépitation du feu - το τρίξιμο της φωτιάς

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]