crêpe
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crêpe | crêpes |
crêpe (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crêpe | crêpes |
crêpe (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- laisser tomber quelqu’un comme une crêpe -
- retourner quelqu’un comme une crêpe - κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, τον φέρνω στα νερά μου
- se crêper le chignon -
- se retourner comme une crêpe - αλλάζω τελείως γνώμη