crêpe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crêpe | crêpes |
crêpe (fr) θηλυκό
- το κρεπ, είδος υφάσματος
- το πένθος, κομμάτι μαύρου υφάσματος που φοριέται στο μανίκι
- λατέξ από καουτσούκ από το οποίο φτιάχνονται οι σόλες των παπουτσιών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crêpe | crêpes |
crêpe (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
- crêpage
- crêpelé
- crêpelure
- crêper
- crêperie
- crépi
- crêpier
- crépine
- crépinette
- crêpir
- crépissage
- crépissure
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- laisser tomber quelqu’un comme une crêpe -
- retourner quelqu’un comme une crêpe - κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, τον φέρνω στα νερά μου
- se crêper le chignon -
- se retourner comme une crêpe - αλλάζω τελείως γνώμη