crackdown

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crackdown (en)

  • a crackdown on (something) - δυναμικά, ενεργητικά μέτρα σχετικά με (κάτι/μια υπόθεση), κρατικά επιβεβλημένη καταστολή