Μετάβαση στο περιεχόμενο

cranberry

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cranberry cranberries

cranberry (en)

  • (φρούτο) το κράνμπερι
      Cranberries are known for their high antioxidant properties.
    Τα κράνμπερι είναι γνωστά για τις υψηλές αντιοξειδωτικές ιδιότητες τους.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη berry