cranberry
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cranberry | cranberries |
cranberry (en)
- (φρούτο) το κράνμπερι
- ⮡ Cranberries are known for their high antioxidant properties.
- Τα κράνμπερι είναι γνωστά για τις υψηλές αντιοξειδωτικές ιδιότητες τους.
- ⮡ Cranberries are known for their high antioxidant properties.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη berry