crapperific
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- crapperific < συμφυρμός των crap + terrific
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɹæptəˈɹɪfɪk/
Επίθετο[επεξεργασία]
crapperific (en)
- (νεολογισμός, αργκό) που είναι υπερβολικά, τρομακτικά απαίσιο
- → δείτε τη λέξη crappy