cratère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
cratère < λατινική crater < αρχαία ελληνική κρατήρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cratère | cratères |
cratère (fr) αρσενικό
- o κρατήρας