crave
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | crave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | craves |
αόριστος | craved |
παθητική μετοχή | craved |
ενεργητική μετοχή | craving |
Ρήμα
[επεξεργασία]crave (en)
ενεστώτας | crave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | craves |
αόριστος | craved |
παθητική μετοχή | craved |
ενεργητική μετοχή | craving |
crave (en)