crazy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
crazy (en)
- τρελός, παράφρων
- εκτός ελέγχου
- ↪ when she gets on the motorcycle she goes crazy - → λείπει η μετάφραση
- ↪ that guy is just crazy - → λείπει η μετάφραση
- τρελός, υπερβολικά ενθουσιασμένος
- ↪ he went crazy when he won - → λείπει η μετάφραση
- τρελός, ξετρελαμένος (ερωτευμένος)
- ↪ why is she so crazy about him? - → λείπει η μετάφραση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- go crazy: τρελαίνομαι / ενθουσιάζομαι υπερβολικά
Παράγωγα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crazy (en)
- άτομο τρελό ή εκκεντρικό