crazy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | crazy |
συγκριτικός | crazier |
υπερθετικός | craziest |
- τρελός, τρελαίνω, τρελαίνομαι, παράλογος, ανόητος
Did you hear/believe what this crazy person told you?
- Άκουσες/πίστεψες τι σου είπε αυτός ο τρελός;
Are you crazy? Why are you going around naked in the cold?
- Τρελός είσαι και γυρίζεις γυμνός μέσα στο κρύο;
A crazy idea came to him.
- Του ήρθε μια τρελή ιδέα.
I was not crazy enough to sell the plot of a land for a piece of bread.
- Δεν τρελάθηκα να πουλήσω το οικόπεδο για ένα κομμάτι ψωμί.
- ≈ συνώνυμα: mad (ειδικά βρετανικά αγγλικά)
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά) τρελαίνω, πολύ θυμωμένος
- τρελός, τρελαίνω, τρελαίνομαι, λυσσώ, πολύ ενθουσιασμένος με κάτι· πολύ ζωηρός, δυνατός
a crazy festival/party - τρελό πανηγύρι/γλέντι
the crazy youth - τα τρελά νιάτα
crazy love - τρελός έρωτας
A crazy wind was blowing.
- Φυσούσε ένας τρελός αέρας.
He made crazy money with the trade.
- Με το εμπόριο έκανε τρελά λεφτά.
A crazy hope had nestled inside of him.
- Μια τρελή ελπίδα είχε φωλιάσει μέσα του.
Her eyes drove him crazy.
- Τον τρέλαναν τα μάτια της.
I am crazy about the theater/about trips/about sweets.
- Τρελαίνομαι για το θέατρο/για τις εκδρομές/για τα γλυκά.
I’m crazy about babies.
- Τρελαίνομαι για τα μωρά.
He was crazy for us to buy him a bike and now he doesn’t want it.
- Λύσσαξε να του αγοράσουμε ποδήλατο και τώρα δεν το θέλει.
- τρελός, ξετρελαμένος, ερωτευμένος
He’s crazy about her.
- Είναι τρελός γι΄ αυτή.
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crazy | crazies |
crazy (en)
- άτομο τρελό ή εκκεντρικό