crazy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkreɪzi/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

crazy (en)

  1. τρελός, παράφρων
  2. εκτός ελέγχου
    when she gets on the motorcycle she goes crazy - λείπει η μετάφραση
    that guy is just crazy - λείπει η μετάφραση
  3. τρελός, υπερβολικά ενθουσιασμένος
    he went crazy when he won - λείπει η μετάφραση
  4. τρελός, ξετρελαμένος (ερωτευμένος)
    why is she so crazy about him? - λείπει η μετάφραση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

crazy (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]