creep
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
creep | creeps |
creep (en)
- το σύρσιμο
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | creep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | creeps |
αόριστος | crept, creeped |
παθητική μετοχή | crept, creeped |
ενεργητική μετοχή | creeping |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
creep (en)