crevasse
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- crevasse < δημώδης λατινική °crepacia < crepare
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crevasse | crevasses |
crevasse (fr) θηλυκό
- η χαράδρα, η σχισμή του εδάφους
- (ειδικότερα) η χαράδρα ενός παγετώνα