Μετάβαση στο περιεχόμενο

crevette

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crevette crevettes

crevette (fr) θηλυκό