criminaliser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

criminaliser < λατινική criminalis (εγκληματικός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kʁi.mi.na.li.ze/

Ρήμα[επεξεργασία]

criminaliser (fr)

  • ποινικοποιώ, μεταφέρνω μια υπόθεση από την αστική στην ποινική δικαιοσύνη
    criminaliser une affaire : ποινικοποιώ μία υπόθεση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]