criminel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- criminel < λατινική criminalis < crimen (έγκλημα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | criminel | criminels |
θηλυκό | criminelle | criminelles |
criminel (fr)
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | criminel | criminels |
θηλυκό | criminelle | criminelles |
criminel (fr)