Μετάβαση στο περιεχόμενο

crin

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crin crins

crin (fr) αρσενικό