Μετάβαση στο περιεχόμενο

cristallisation

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cristallisation < cristalliser

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kʁis.ta.li.za.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cristallisation cristallisations

cristallisation (fr) θηλυκό

  1. η κρυστάλλωση
  2. σύγκριμα κρυστάλλων
  3. η αποκρυστάλλωση, το αποκρυστάλλωμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]