Μετάβαση στο περιεχόμενο

critic

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
critic critics

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

critic (en)

  1. (επάγγελμα) ο/η κριτικός
      a music critic - μουσικός κριτικός
  2. ο επικριτής, η επικρίτρια
      a harsh critic of others - αυστηρός επικριτής των άλλων