criticise
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | criticise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | criticises |
αόριστος | criticised |
παθητική μετοχή | criticised |
ενεργητική μετοχή | criticising |
Ρήμα
[επεξεργασία]criticise (en)
ενεστώτας | criticise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | criticises |
αόριστος | criticised |
παθητική μετοχή | criticised |
ενεργητική μετοχή | criticising |
criticise (en)