Μετάβαση στο περιεχόμενο

criticism

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
criticism criticisms

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
criticism < critic + -ism

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

criticism (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κριτική, η επίκριση, η έκφραση δυσμενούς κρίσης ή γενικά άποψης για κάποιον ή για κάτι
      savage/unfair/constructive criticism - άγρια/άδικη/εποικοδομητική κριτική
      The prime minister responded to the opposition’s criticisms.
    Στις επικρίσεις της αντιπολίτευσης απάντησε ο πρωθυπουργός.
  2. (μη μετρήσιμο) η κριτική, η κρίση που εκφέρεται ως αξιολόγηση έργων πνευματικής δημιουργίας
      literary criticism - φιλολογική κριτική