criticize
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | criticize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | criticizes |
αόριστος | criticized |
παθητική μετοχή | criticized |
ενεργητική μετοχή | criticizing |
Ρήμα
[επεξεργασία]criticize (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επικρίνω, κατακρίνω, κριτικάρω, εκφράζω δυσμενή κρίση για κάποιον ή για κάτι
- ⮡ You are constantly criticizing everything I do.
- Διαρκώς επικρίνεις καθετί που κάνω.
- ⮡ He likes to judge and criticize everyone.
- Του αρέσει να κρίνει και να κατακρίνει τους πάντες.
- ⮡ Don’t rush to criticize me, listen to me first.
- Μη σπεύσεις να με κατακρίνεις, άκουσέ με πρώτα.
- ⮡ They were criticized for their brutal treatment of political prisoners.
- Κριτικαρίστηκαν για τη βάναυση μεταχείριση των πολιτικών κρατουμένων.
- ⮡ You are constantly criticizing everything I do.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- criticise (και βρετανική γραφή)