Μετάβαση στο περιεχόμενο

criticize

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας criticize
γ΄ ενικό ενεστώτα criticizes
αόριστος criticized
παθητική μετοχή criticized
ενεργητική μετοχή criticizing

criticize (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) επικρίνω, κατακρίνω, κριτικάρω, εκφράζω δυσμενή κρίση για κάποιον ή για κάτι
      You are constantly criticizing everything I do.
    Διαρκώς επικρίνεις καθετί που κάνω.
      He likes to judge and criticize everyone.
    Του αρέσει να κρίνει και να κατακρίνει τους πάντες.
      Don’t rush to criticize me, listen to me first.
    Μη σπεύσεις να με κατακρίνεις, άκουσέ με πρώτα.
      They were criticized for their brutal treatment of political prisoners.
    Κριτικαρίστηκαν για τη βάναυση μεταχείριση των πολιτικών κρατουμένων.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]