Μετάβαση στο περιεχόμενο

croc

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
croc crocs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

croc (fr) αρσενικό

  1. ο κυνόδοντας
  2. τo τσιγκέλι, ο γάντζος