croc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
croc | crocs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
croc (fr) αρσενικό
- ο κυνόδοντας
- τo τσιγκέλι, ο γάντζος
ενικός | πληθυντικός |
croc | crocs |
croc (fr) αρσενικό