Μετάβαση στο περιεχόμενο

croce

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
croce croci

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

croce (it)

  1. ο σταυρός
  2. (χριστιανισμός) ο σταυρός