cronómetro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cronómetro | cronómetros |
cronómetro (pt) αρσενικό
- το χρονόμετρο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cronómetro | cronómetros |
cronómetro (pt) αρσενικό