croquet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
croquet (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- croquet < croquer
- croquet < (άμεσο δάνειο) αγγλική croquet < μέση γαλλική croquet, απότομο χτύπημα < croquer, χτυπώ
- croquet, παραλλαγή του crochet
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
croquet | croquets |
croquet (fr) αρσενικό