cross-legged
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
cross-legged (en)
- καθισμένος σταυροπόδι
Επίρρημα[επεξεργασία]
cross-legged (en)