crossing guard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
crossing guard (en)
- υπάλληλος ή εθελοντής που εκτελεί χρέη τροχονόμου και επιβλέπει την ασφαλή διάβαση των διασταυρώσεων από πεζούς
- school crossing guard: σχολικός τροχονόμος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- crossing guard στην αγγλική Βικιπαίδεια