crowd
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crowd (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
crowd (en)
- (για πλήθος ανθρώπων) συγκεντρώνομαι σε μεγάλες ποσότητες, πλημμυρίζω ένα χώρο
- πιέζω με την παρουσία μου, στέκομαι πολύ κοντά του και τον κάνω να νιώθει άβολα