crowded

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

crowded < crowd

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɹaʊdɪd/

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός crowded
συγκριτικός more crowded
υπερθετικός most crowded

crowded (en)

  • κοσμοβριθής, γεμάτος, έχει πολύ κόσμο ή πάρα πολύ κόσμο
    The stadium was crowded. There was not one free seat.
    Το γήπεδο ήταν γεμάτο. Δεν υπήρχε μία ελεύθερη θέση.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

crowded (en)

Πηγές[επεξεργασία]